Ἀπό τό συναξάρι τῆς κ. Ἐλένης Χαχλιούτη...





 

Ὀρεινό τό χωριό τῆς κ. Ἐλένης. Μοναχοπαίδι ὁ γιός της, ὁ ἥλιος της, καθώς ἔλεγε. Φτώχεια μεγάλη, μά μέ τέτοια μάνα τό σπίτι δέν στερεῖται ὅσα χρειάζονται οἱ ψυχές νά ζήσουνε. Μεγάλωσε ὁ κανακάρης της μέ βάσανα. Χαριτωμένο τόν ἔκανε ὁ Θεός.  Κι ἔδωκε ἐξετάσεις καί πέρασε στό πανεπιστήμιο αὐτός κι ὅλη ἡ παρέα του.  Κι ἔφταξε ἡ ὥρα νά πᾶνε νά γραφτοῦνε στίς σχολές. Κι ἔφυγαν οἱ φίλοι του. Μ' αὐτός ὄχι. Δέν εἶχε τά ἔξοδα γιά τά εἰσιτήρια νά φύγει ἀπό τό νησί. Καί στενοχωριότανε ἡ μάνα του καί τήν ἔβλεπε νά σκᾶ ὁ γιός της. Κι ἕνα βράδυ τοῦ λέει· Παιδί μου θά βγῶ στή διακονιά νά βρῶ τά λεφτά νά πᾶς στό καλό. Ὄχι, γιατί μπορεῖ νά στεναχωρηθεῖς μάνα, τῆς λέει. Μά ἡ κ. Ἐλένη τό βράδυ πῆρε τούς δρόμους κι εἶδε κἀποιον καί τοῦ ΄πε τήν ἀνάγκη της καί τοῦ ζήτηξε νά τῆς δώσει ὅτι ἔχει. Κι ἐκεῖνος τῆς ἀπάντησε ὅτι ὅποιος στέλνει τά παιδιά του νά σπουδάσουνε κάνει πρῶτα τό κουμάντο του. Καί τήν ἀφηκε μέ ἄδεια τά χέρια. Καί γύρισε στό σπίτι καί τήν βρῆκε ὁ γιός της δακρυσμένη. Καί τήνε παρηγόρησε καί τῆς εἶπε μάνα δέν πειράζει τοῦ χρόνου θά πάω πού θά βροῦμε τά λεφτά. Κι ἔλιαξε τήν ἄλλη μέρα ὁ Θεός κι ἅπλωσε μιά κουβέρτα κεντητή πού ΄χε πλεμένη στ' ἀργαστήρι της γιά τό γάμο τοῦ μονάκριβου της στόν ἐξώστη τοῦ σπιτιοῦ της. Καί πέρασε ὁ παλιατζῆς καί τήνε ζήτηξε μά ἐκείνη τοῦ ΄πε πώς τήν ἔχει γιά τή νύφη της κι ἔφυγε ὁ παλιατζῆς. Μά τοῦ ἄρεσε ἡ κουβέρτα καί ξαναγύρισε καί τῆς λέει κοφτά· Θά σοῦ δώσω δώδεκα χιλιάδες νά μοῦ δώκεις τήν κουβέρτα. Κι ἤτανε πολλά τά λεφτά καί δίχως ἄλλη κουβέντα τοῦ λέει ἡ κ. Ἐλένη· πᾶρε την. Κι ἔδωκε τρία χιλιάρικα στόν γιό της νά πάει νά γραφτεῖ στή σχολή του λέγοντάς του· εἶδες πού ἡ Παναγιά δέν μᾶς ἄφηκε  γιέ μου, κι ἔκανε τόν σταυρό της. Ἡ κ. Ἐλένη κοιμήθηκε Μ. Παρασκευή τοῦ 1989. Αἰωνία της ἡ μνήμη.






No comments: