+ π. Παῦλος, ὁ Σιναΐτης (1940-2020)




Ἀρχές Μαρτίου 2005. Ταξίδι στό Σινά.  Ἀρχονταρίκι. Ὁ π. Παῦλος ὑποδέχεται τούς προσκυνητές, μά καί τίς καλόγριες πού ἔφταξαν ἀπό τή Ραϊθώ νά τόν παρακαλέσουνε νά  προσευχηθεῖ  γιά νά βρέξει στό μοναστήρι τους. Σταγόνα δέν εἶχε πέσει ὅλον τόν χειμώνα στόν τόπο τους, εἶπαν. Τίς ἀκούω καί χαμογελῶ. Πῶς εἶναι δυνατόν ὁ καιρός ν' ἀλλάσει κατά τίς πεθυμιές τῶν ἀνθρώπων; Θυμήθηκα ἀπό τό γεροντικό ἀνάλογες ἱστορίες, μά ὁλιγόπιστος ἐπιμένω λογικά. Δέν μιλῶ, ὅμως δέν μπορῶ νά δεχθῶ τήν "ἁπλοϊκότητά" τους. Ἑσπερινός. Αὔριο  θά λειτουργήσουμε μέ τόν π. Παῦλο στόν ἅγιο Γεώργιο τόν Ἀρσελαΐτη, μοῦ εἶπε ὁ διάκος, τότες, Μιχαήλ. Ἄν θέλετε, ἐλᾶτε. Ἀξημέρωτα μέ τζίπ toyota, μοντέλα τοῦ 1960 μέ βεδουίνους ὁδηγούς, διασχίζαμε τήν ἔρημο. Σέ κάθε ἐμπόδιο ὑπῆρχε μιά ἀνέλπιστη λύση. Μιάμιση ὥρα πορεία.  Ὀμπρός μας τό φαράγγι. Βράχοι. Ἄλλη μιάμιση ὥρα πορεία μέ τά πόδια στόν ἀπαράκλητο τόπο. Φτάξαμε, ἐπιτέλους, στή σκήτη τοῦ Ἀρσελάου. (11 Μαρτίου ἑορτάζει ὁ ἅγιος). Ἡ ἐκκλησία λιτή, φροντισμένη ἀπό τό μοναστήρι. Βεδουϊνοι ὁλόγυρα μᾶς περιεργάζονται καθήμενοι σέ ἀπόσταση.  Ἑτοίμασαν τήν Ἁγία Τράπεζα κι ἄρχιξε ὁ π. Παῦλος νά λειτουργεῖ. Διάκονός  του ὁ Μιχαήλ. Συννεφιάζει. Δι΄ εὐχῶν. Καφές, χαρά στήν αὐλή. Κι ἄρχιξε νά ψιχαλίζει. Ναί, ψιχαλίζει Θεέ μου στή ἔρημο. Βρέχει. Ἀνεβαίνουμε τούς γκρεμνούς. Βρέχει ὁ Θεός. Ἐπιστροφή στήν ἔρημο, στήν ἄμμο. Βρέχει. Μουσκεμένοι. Μαζέψαμε ξερόκλαδα κι ἀνάψαμε φωτιά νά στεγνώσουμε. Κι εἶχε χαρά πολλή ὁ π. Παῦλος, ἔλαμπε. Τά μάτια μου δέν πίστευαν ὅσα ἔβλεπαν. Τά τζίπ περίμεναν. Ἐπιστροφή. Χείμαρροι τρέχουν στά βουνά, ρυάκια στήν ἔρημο. Φτάξαμε στό μοναστήρι. Τέτοιο νερό δέν θυμοῦνται, μᾶς εἶπαν. Καί δόξασα κι ἐγώ τόν Θεό ὁ ὁλιγόπιστος πού θαρροῦσα ὅτι ἐτοῦτες οἱ ἱστορίες του γεροντικοῦ ἤτανε παραμύθια. Ὁ π. Παῦλος  χαμογελοῦσε δίχως νά μιλεῖ, μά φαινότανε ἡ χαρά στά μάτια του. Δόξα σοι ὁ Θεός.
Στό ὀδοντιατρεῖο τοῦ μοναστηριοῦ ἀνακουφίζω τούς πονεμένους. Καλογέρους, βεδουίνους, τίς γυναίκες τους. Ἐξαγωγές, σφραγίσματα. Βοηθός, ἡ κόρη μου. Εὐλογία. Κι ἤθελε ὁ γέροντας νά μᾶς δείξει τό χωριό τους. Φτάξαμε καί μοῦ θύμισε τήν εἴσοδο τοῦ Χριστοῦ στά Ἰεροσόλυμα τήν ἡμέρα τῶν Βαγιῶν. Τέτοια ὑποδοχή ἔκαναν στόν π. Παῦλο οἱ Βεδουΐνες. Πανηγύρι.  Ἀμπούνα, ἀμπούνα, τόν φωνάζαν. Ὁ ἀμπούνα ἤτανε, ὁ ἀμπούνα ὁ πατέρας τους. Καί τοῦ φιλούσανε τό χέρι θαρρεῖς κι ἤτανε ὁ δικός τους. Χαλογελοῦσε ὁ π. Παῦλος καί τούς ἔδινε τήν εὐχή του. Δόξα σοι ὁ Θεός.
+ Ὁ π. Παῦλος ἐκοιμήθη ξημερώματα τῆς Κυριακῆς 1 Μαρτίου. Αἰωνία του ἡ μνήμη.





































1 comment:

pm said...

Ευχαριστούμε τόσο, μα τόσο πολύ!