+ Ἡ Χρυσάνθη, ἡ γυναίκα μου...

 




Σοῦ χρωστῶ ἕναν πόνο πού τόν κρύβω

Γιά νά γίνω πιό μεγάλος

Γιά νά γίνω ἐγώ μεγάλος

Ἐσύ ἔρημη μικρή

Γιά νά γίνω ἐγώ ἕν΄ ἄστρο

Ἐσύ ἕν΄ ἄστρο σάν τή γῆ.

Γ. Σαραντάρης


Στούς οὐρανούς 
ἀνήμερα τ' Ἅϊ Νικόλα 
ξεπέταξες ἀγαπημένη...




+Γιάννης Ζουγανέλης (1938-2006), τουμπίστας




 

Περιττό νά πῶ ὅτι  κατά τή διάρκεια τῆς διαμονῆς μου στό ἐξωτερικό εἶχα ἀρκετές προτάσεις νά μείνω ἐκεῖ, μέ μισθούς πού ζαλιζόσουνα νά τούς συγκρίνεις μέ τά χρήματα πού ἔπαιρνα ἐδῶ, ἀλλά... δέν ἤθελα, δέν ἤθελα... δέν ἤμουνα γιά ἐξω. Ἐγώ ἀγωνίστηκα στή ζωή μου γιά νά μείνω φτωχός, αὐτό θά σοῦ ἔλεγα, ἀγωνίστηκα, ἀγωνίστηκα στή ζωή μου γιά νά μείνω φτωχός, ἔκανα ἀγώνα. Τά λεφτά τά κάνεις εὔκολα, τήν φτώχεια δέν τήν κατακτᾶς εὔκολα. Αὐτό, χωρίς σχόλια...


https://www.youtube.com/watch?v=rd3qTDxzXQ0&t=1630s

https://www.youtube.com/watch?v=zbvxJ8pA_f8&list=PL0081952ADA10A48A&index=3&t=1s


Ἔχω διαβάζει πολλά, πολλά ΄χω καί γροικίσει, μά τέτοιο λόγο ἀληθινό νά συνταράσσει δέν ἔχω ξανακούσει.  Εὐτυχῶς ὅπου θέλει πνεῖ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, δόξα σοι ὁ Θεός.





+ Σιδερὴς Γιώργης (1948-2021), εἰς μνήμην...





 


Τίς τελευταῖες ἡμέρες τῆς σαρακοστῆς μοῦ ἔλεγε· 

Γιάννη, προσπαθῶ καί προσεύχομαι νά συγχωρήσω 

ὅλους πού μέ βασανίσανε. Ὅλους τούς θυμοῦμαι. 

Καί μιλοῦσε γιά τά κάτεργα τήν περίοδο τῆς χούντας.

Εἶχε πέσει στό λουτρό τό πρωί τῆς Κυριακῆς.

Καί μοῦ λέει τήν Δευτέρα· 

ἤμουνα στό λουτρό καί κάποιος μ' ἔσπρωξε. 

Μά ἔνοιωσα ἕνα χέρι νά μέ κρατᾶ κι ἔπεσα σιγά σιγά 

κι οὔτε κτύπησα οὔτε μωλωπίστηκα, 

μόνο πονεῖ τό σῶμα μου ἀπό τό τράνταγμα. 

Δέν ἤθελα νά τό πῶ, μά τό λέω μόνο σ' ἐσένα. 

Τηλεφωνηθήκαμε τήν Πέμπτη. Τελευταία φορά. 

Δέν μποροῦσε νά μιλήσει. Κουραζότανε. 

Τήν Παρασκευή δέν σήκωσε τό τηλέφωνο.

................................

Χριστός Ἀνέστη κασίγνητέ μου Γιώργη Σιδερή...





Ἀπό τό συναξάρι τῆς κ. Ἐλένης Χαχλιούτη...





 

Ὀρεινό τό χωριό τῆς κ. Ἐλένης. Μοναχοπαίδι ὁ γιός της, ὁ ἥλιος της, καθώς ἔλεγε. Φτώχεια μεγάλη, μά μέ τέτοια μάνα τό σπίτι δέν στερεῖται ὅσα χρειάζονται οἱ ψυχές νά ζήσουνε. Μεγάλωσε ὁ κανακάρης της μέ βάσανα. Χαριτωμένο τόν ἔκανε ὁ Θεός.  Κι ἔδωκε ἐξετάσεις καί πέρασε στό πανεπιστήμιο αὐτός κι ὅλη ἡ παρέα του.  Κι ἔφταξε ἡ ὥρα νά πᾶνε νά γραφτοῦνε στίς σχολές. Κι ἔφυγαν οἱ φίλοι του. Μ' αὐτός ὄχι. Δέν εἶχε τά ἔξοδα γιά τά εἰσιτήρια νά φύγει ἀπό τό νησί. Καί στενοχωριότανε ἡ μάνα του καί τήν ἔβλεπε νά σκᾶ ὁ γιός της. Κι ἕνα βράδυ τοῦ λέει· Παιδί μου θά βγῶ στή διακονιά νά βρῶ τά λεφτά νά πᾶς στό καλό. Ὄχι, γιατί μπορεῖ νά στεναχωρηθεῖς μάνα, τῆς λέει. Μά ἡ κ. Ἐλένη τό βράδυ πῆρε τούς δρόμους κι εἶδε κἀποιον καί τοῦ ΄πε τήν ἀνάγκη της καί τοῦ ζήτηξε νά τῆς δώσει ὅτι ἔχει. Κι ἐκεῖνος τῆς ἀπάντησε ὅτι ὅποιος στέλνει τά παιδιά του νά σπουδάσουνε κάνει πρῶτα τό κουμάντο του. Καί τήν ἀφηκε μέ ἄδεια τά χέρια. Καί γύρισε στό σπίτι καί τήν βρῆκε ὁ γιός της δακρυσμένη. Καί τήνε παρηγόρησε καί τῆς εἶπε μάνα δέν πειράζει τοῦ χρόνου θά πάω πού θά βροῦμε τά λεφτά. Κι ἔλιαξε τήν ἄλλη μέρα ὁ Θεός κι ἅπλωσε μιά κουβέρτα κεντητή πού ΄χε πλεμένη στ' ἀργαστήρι της γιά τό γάμο τοῦ μονάκριβου της στόν ἐξώστη τοῦ σπιτιοῦ της. Καί πέρασε ὁ παλιατζῆς καί τήνε ζήτηξε μά ἐκείνη τοῦ ΄πε πώς τήν ἔχει γιά τή νύφη της κι ἔφυγε ὁ παλιατζῆς. Μά τοῦ ἄρεσε ἡ κουβέρτα καί ξαναγύρισε καί τῆς λέει κοφτά· Θά σοῦ δώσω δώδεκα χιλιάδες νά μοῦ δώκεις τήν κουβέρτα. Κι ἤτανε πολλά τά λεφτά καί δίχως ἄλλη κουβέντα τοῦ λέει ἡ κ. Ἐλένη· πᾶρε την. Κι ἔδωκε τρία χιλιάρικα στόν γιό της νά πάει νά γραφτεῖ στή σχολή του λέγοντάς του· εἶδες πού ἡ Παναγιά δέν μᾶς ἄφηκε  γιέ μου, κι ἔκανε τόν σταυρό της. Ἡ κ. Ἐλένη κοιμήθηκε Μ. Παρασκευή τοῦ 1989. Αἰωνία της ἡ μνήμη.






Ἡ ποιήτρια μ. Αἰκατερίνα...



 


Ποιό μέλημα νά ‘ταν

πού σ’ ἔφερε

μ’ ἀνατριχίλα

στίς ὄχθες τῆς σιωπῆς

τόσο μόνο

καί συνάμα τραγικό;

 


Ποιός ἦταν -μεσόστρατα-

ὁ ἄγγελος,

ἀμίλητος κι ἐρατεινός,

πού σκόρπισε τό χαμόγελο

τῆς Ἄνοιξης

«κι ἐλευθερώθηκαν»

τά πουλιά στους ἀνέμους

καί «μίλησαν» τ’ ἀγριολούλουδα

στούς κάμπους;






+ π. Παῦλος, ὁ Σιναΐτης (1940-2020)




Ἀρχές Μαρτίου 2005. Ταξίδι στό Σινά.  Ἀρχονταρίκι. Ὁ π. Παῦλος ὑποδέχεται τούς προσκυνητές, μά καί τίς καλόγριες πού ἔφταξαν ἀπό τή Ραϊθώ νά τόν παρακαλέσουνε νά  προσευχηθεῖ  γιά νά βρέξει στό μοναστήρι τους. Σταγόνα δέν εἶχε πέσει ὅλον τόν χειμώνα στόν τόπο τους, εἶπαν. Τίς ἀκούω καί χαμογελῶ. Πῶς εἶναι δυνατόν ὁ καιρός ν' ἀλλάσει κατά τίς πεθυμιές τῶν ἀνθρώπων; Θυμήθηκα ἀπό τό γεροντικό ἀνάλογες ἱστορίες, μά ὁλιγόπιστος ἐπιμένω λογικά. Δέν μιλῶ, ὅμως δέν μπορῶ νά δεχθῶ τήν "ἁπλοϊκότητά" τους. Ἑσπερινός. Αὔριο  θά λειτουργήσουμε μέ τόν π. Παῦλο στόν ἅγιο Γεώργιο τόν Ἀρσελαΐτη, μοῦ εἶπε ὁ διάκος, τότες, Μιχαήλ. Ἄν θέλετε, ἐλᾶτε. Ἀξημέρωτα μέ τζίπ toyota, μοντέλα τοῦ 1960 μέ βεδουίνους ὁδηγούς, διασχίζαμε τήν ἔρημο. Σέ κάθε ἐμπόδιο ὑπῆρχε μιά ἀνέλπιστη λύση. Μιάμιση ὥρα πορεία.  Ὀμπρός μας τό φαράγγι. Βράχοι. Ἄλλη μιάμιση ὥρα πορεία μέ τά πόδια στόν ἀπαράκλητο τόπο. Φτάξαμε, ἐπιτέλους, στή σκήτη τοῦ Ἀρσελάου. (11 Μαρτίου ἑορτάζει ὁ ἅγιος). Ἡ ἐκκλησία λιτή, φροντισμένη ἀπό τό μοναστήρι. Βεδουϊνοι ὁλόγυρα μᾶς περιεργάζονται καθήμενοι σέ ἀπόσταση.  Ἑτοίμασαν τήν Ἁγία Τράπεζα κι ἄρχιξε ὁ π. Παῦλος νά λειτουργεῖ. Διάκονός  του ὁ Μιχαήλ. Συννεφιάζει. Δι΄ εὐχῶν. Καφές, χαρά στήν αὐλή. Κι ἄρχιξε νά ψιχαλίζει. Ναί, ψιχαλίζει Θεέ μου στή ἔρημο. Βρέχει. Ἀνεβαίνουμε τούς γκρεμνούς. Βρέχει ὁ Θεός. Ἐπιστροφή στήν ἔρημο, στήν ἄμμο. Βρέχει. Μουσκεμένοι. Μαζέψαμε ξερόκλαδα κι ἀνάψαμε φωτιά νά στεγνώσουμε. Κι εἶχε χαρά πολλή ὁ π. Παῦλος, ἔλαμπε. Τά μάτια μου δέν πίστευαν ὅσα ἔβλεπαν. Τά τζίπ περίμεναν. Ἐπιστροφή. Χείμαρροι τρέχουν στά βουνά, ρυάκια στήν ἔρημο. Φτάξαμε στό μοναστήρι. Τέτοιο νερό δέν θυμοῦνται, μᾶς εἶπαν. Καί δόξασα κι ἐγώ τόν Θεό ὁ ὁλιγόπιστος πού θαρροῦσα ὅτι ἐτοῦτες οἱ ἱστορίες του γεροντικοῦ ἤτανε παραμύθια. Ὁ π. Παῦλος  χαμογελοῦσε δίχως νά μιλεῖ, μά φαινότανε ἡ χαρά στά μάτια του. Δόξα σοι ὁ Θεός.
Στό ὀδοντιατρεῖο τοῦ μοναστηριοῦ ἀνακουφίζω τούς πονεμένους. Καλογέρους, βεδουίνους, τίς γυναίκες τους. Ἐξαγωγές, σφραγίσματα. Βοηθός, ἡ κόρη μου. Εὐλογία. Κι ἤθελε ὁ γέροντας νά μᾶς δείξει τό χωριό τους. Φτάξαμε καί μοῦ θύμισε τήν εἴσοδο τοῦ Χριστοῦ στά Ἰεροσόλυμα τήν ἡμέρα τῶν Βαγιῶν. Τέτοια ὑποδοχή ἔκαναν στόν π. Παῦλο οἱ Βεδουΐνες. Πανηγύρι.  Ἀμπούνα, ἀμπούνα, τόν φωνάζαν. Ὁ ἀμπούνα ἤτανε, ὁ ἀμπούνα ὁ πατέρας τους. Καί τοῦ φιλούσανε τό χέρι θαρρεῖς κι ἤτανε ὁ δικός τους. Χαλογελοῦσε ὁ π. Παῦλος καί τούς ἔδινε τήν εὐχή του. Δόξα σοι ὁ Θεός.
+ Ὁ π. Παῦλος ἐκοιμήθη ξημερώματα τῆς Κυριακῆς 1 Μαρτίου. Αἰωνία του ἡ μνήμη.





































+Γιῶργος Λεμπιδάκης , ὁ ποιητής...







ΜΕ ΤΑ ΠΟΡΤΡΕΤΑ ΤΟΥ ΦΑΓΙΟΥΜ

Κι ἄν οἱ μορφές μας μείνανε σπαράγματα
άλλά γιά τοῦτο σπαραγμός δέν πρέπει
ἔτσι συμβαίνει στῆς ζωῆς τά πράγματα
καλόν ὅ,τι ἡ Σοφία ἐπιτρέπει

(Ἐς ἀγοράν πλήθουσαν. Γεώργιος Λεμπιδάκης 2015)





Ἐπειδάν ἡ ἐκφορά ᾖ

Πρίν τήν εἰς Ἅδου κάθοδον
τελεία ἡ ἐξαΰλωσις τῆς ἀθωότητός σου ποιητά·
οὐδέν ἴχνος·
οὐδείς ρύπος·
οὐδεμία σύγκρουσις Κενταύρων.
Μόνον εὐσχήμων σιγή! 


(Ἐξόδιος ἀποχαιρετισμός τοῦ φίλου του Μανώλη Τσικαλά)

Καλό  παράδεισο ἀδερφέ μου Γιώργη...








Εἰς μνήμην π. Κωσταντίνου Στρατηγοπούλου...







 Ψ Α Λ Μ Ο Σ  128ος
  Ὠδή τῶν ἀναβαθμῶν
       

 1. Πλεονάκις ἐπολέμησάν με ἐκ νεότητός μου, εἰπάτω δὴ ᾿Ισραήλ· 
2. πλεονάκις ἐπολέμησάν με ἐκ νεότητός μου, 
καὶ γὰρ οὐκ ἠδυνήθησάν μοι. 
3. ἐπὶ τὸν νῶτόν μου ἐτέκταινον οἱ ἁμαρτωλοί, 
ἐμάκρυναν τὴν ἀνομίαν αὐτῶν. 
4. Κύριος δίκαιος συνέκοψεν αὐχένας ἁμαρτωλῶν. 
5. αἰσχυνθήτωσαν καὶ ἀποστραφήτωσαν 
εἰς τὰ ὀπίσω πάντες οἱ μισοῦντες Σιών. 
6. γενηθήτωσαν ὡσεὶ χόρτος δωμάτων, 
ὃς πρὸ τοῦ ἐκσπασθῆναι ἐξηράνθη· 
7. οὗ οὐκ ἐπλήρωσε τὴν χεῖρα αὐτοῦ ὁ θερίζων 
καὶ τὸν κόλπον αὐτοῦ ὁ τὰ δράγματα συλλέγων, 
8. καὶ οὐκ εἶπαν οἱ παράγοντες· εὐλογία Κυρίου ἐφ᾿ ὑμᾶς, 
εὐλογήκαμεν ὑμᾶς ἐν ὀνόματι Κυρίου.


   ΜΕΤΑΓΡΑΦΗ


1. Νιός ἤμουν καί μέ πίκραναν, πές το Ἰσραήλ, πολλάκις·
2. Ἐχθροί ἀπό τά νιάτα μου συχνά μέ πολεμῆσαν,
μά τρίχα δέν μοῦ πείραξαν μηδέ μέ γονατίσαν.
3. Πισώπλατά μου ἁμαρτωλοί χρόνια συνομωτοῦσαν,
πολύ καιρό μέ παίδευαν κι ὁπίσω μου ἀνομοῦσαν.
4. Ὡς δίκαιος ὁ Κύριος τούς πῆρε τό κεφάλι.
5. Ἄς ντροπιαστοῦνε οἱ ἐχθροί, πίσω ἄς ἐπιστρέψουν
ὅσοι ποθοῦνε στή Σιών νά μποῦν νά τήν κουρσέψουν.
6. Σάν χορταράκι ἄς γενοῦν στό δῶμα πού φυτρώνει,
πού δέν καρπίζει, μήτ' ἀνθεῖ, μηδέ ποτές μεστώνει·
7. Πού δέν ἐγέμισε ποτές τή χούφτα θεριστή του,
μηδέ τοῦ δέτη ἡ ποδιά καρπό γι' ἀνταμοιβή του.
8. Διαβάτες δέν τούς εἶπανε· ὁ Θιός ἄς σᾶς βλοήσει,
(κι αὐτοί σκυφτοί κι ἀμίλητοι δέν εἶχαν ἀπαντήσει)
κι ἐμεῖς σᾶς εὐλογήκαμεν στ' ὄνομα τοῦ Κυρίου.









Ἡ κ. Χρυσούλα...







Πηγαίνοντας στό ξωκλήσι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀξημέρωτα,  τήν συνάντησα στό μπακάλικο της. Ἐκείνη μοῦ ἔδειξε τόν δρόμο νά φτάξω στό ὀροπέδιο. Τέτοιαν ὥρα ποιόν νά ρωτοῦσα, ποιός ἄλλος θάτανε ξυπνητός;  Ἐπιστρέφοντας, σταματῶ νά τήν εὐχαριστήσω. Μοῦ ΄δωκε ἀμύγδαλα, λαδερά κουλουράκια πού εἶχε ἐκείνη φτιάξει, τήν εὐχή της, κι ἀκουσα ἐτοῦτα τά λόγια ἀπό τά χείλη της·  Ὁ ἄντρας μου ἤτανε καλός ἄνθρωπος, χριστιανός. Καί δούλεψε καί σπούδασε τά παιδιά μου.Μπακάλικο εἶχε. Μία ἀπέραντη εὐχαριστία, εὐγνωμοσύνη ἁπλωνότανε στό πρόσωπό της. Δίπλα της ἡ φωτογραφία τοῦ ἄντρα της μέ τό καντήλι ἀναμμένο. Τό 1925 γεννήθηκε ἡ κ Χρυσούλα. Δόξα σοι ὁ Θεός.








μ. Εὐτυχιανός...






 Τό Σάββατο τῆς Τυρινῆς μ' ἄνοιξε τό κελί του
κι ἔλεγε ἱστόρισες παλιές καί λόγια ξεχασμένα.
         Τήν ἀρχοντιά του ἐθώρουνα, τό μόχθο τῆς χαρᾶς του 
           κι εἶπε τόν πόνο ἑνός πουλιοῦ πού ἄλλος δέν γατέχει.
Γραφή ΄ναι ἀπό τό χέρι του ἐτοῦτο τό τραγούδι
πού τό ΄λέγε μιά θειά τυφλή στή μάνα του ν' ἀρνεύει.









Κοσμικά συναξάρια... ὁ Βασίλης...







Ὁ κ. Βασίλης, 83 χρόνων, ἔχει alzheimer. Τόν διακονεῖ ἀγαπητικά μόνο ἡ γυναίκα του.Ἔρχονται στόν ἅι Ματθαῖο. Τῆς βαστᾶ τό χέρι σφιχτά συνεχῶς καί κοινωνοῦνε κάθε Σάββατο καί Κυριακή. Ἄνοιξε Βασίλη τό στόμα, τοῦ λέει ὁ π. Ἀντρέας, καί τό ἀνοίγει. Κλεῖσε το τώρα, κι ἐκεῖνος τό κλείνει καί τόν παίρνει ἡ κ. Ἐλένη παραπέρα. Στό λίγο φῶς καί στόν πολύ κόσμο ὁ Βασίλης δυσκολεύεται. Κάθεται συνήθως στό διπλανό μου στασίδι. Τοῦ σφίγγω τό χέρι καί νοιώθοντας ἀσφάλεια μένει ἕως τό τέλος τῆς λειτουργίας χωρίς νά σφίγγει πολύ τόν καρπό τῆς γυναίκας του, πού σταυροκοπιέται συνεχῶς καί τρέχουνε δάκρυα τά μάτια της. Μέ κυτάζει κι ἄλλοτε νοιώθω πώς μέ γνωρίζει ἄλλοτε ὄχι. Τόν ἀγκαλιάζω κι εἶναι ἀνέκφραστος. Ὅμως κάποιες φορές χαμογελᾶ καί μοῦ λέει... πάλι ἐδῶ εἶσαι ; Οἱ λέξεις του ἐλάχιστες, τεμαχισμένες λές κι εἶναι μωρό πού τοῦ μάθανε κάποιες μέ τό ζόρι καί τίς λέει μόνο ἄν κάτι τό ἐνοχλεῖ. Τελειώνει ἡ λειτουργία καί πᾶμε βόλτα στό λιμάνι. Βλέποντας τή θάλασσα ὁ κ. Βασίλης ἀνέλπιστα ἀρχίζει νά μιλεῖ. Ὅμως μιλεῖ μόνο γιά τά παιδικά του χρόνια. Στήν Τρυπητή πώς ἔκανε μπάνιο,  στό μόλο πού πήγαινε βόλτα καί τό πρόσωπό του φωτίζεται. Ἑπιστρέφουμε. Πότε θά ξανάρθεις, μέ ρωτᾶ. Τήν Κυριακή, τοῦ λέω.  Αὔριο νά ρθεῖς, μοῦ λέει, αὔριο νά πᾶμε βόλτα, ἥσυχος καί γαλημένος. Φαίνεται ὅτι τά παιδικά χρόνια καί ἡ θάλασσα  δέν ξεχνιοῦνται. Δόξα σοι ὁ Θεός. Ἐτοῦτος ὁ καιρός εἶναι σκληρός γιά τούς ἀνθρώπους.



Μικρό Συναξάρι...τοῦ Μιχάλη






Ὁ Μιχάλης δέν εἶχε προφτάξει τά ἑξήντα. Συναντιώμαστε τά καλοκαίρια στό χωριό. Κρύο, ὑγρασία στό πατρικό, δέν εἶναι εὔκολο νά ἔρχομαι καί τόν χειμῶνα, μοῦ ἔλεγε, δίχως νά τόν ρωτῶ περισσότερα. Ὅμως εἴχαμε χαρά πού ἀνταμώναμε μιά δυό φορές τόν χρόνο καί μιλούσαμε περισσότερες στό τηλέφωνο. Ἔμενε στήν Ἀθήνα, ἀνύπανδρος. Πήγαινε τακτικά στά Ἰεροσόλυμα καί διακονοῦσε ἕνα μετόχι του στήν Ἀθήνα. Τίς εὐλογίες τοῦ Παναγίου Τάφου νά ἔχεις, εὐχόταν. Τό πρόσωπο του ἀσκητικό, μειλίχιο, πελιδνό,  φεγγοβοῦσε χαρά ἄλλης βιοτῆς. Βρεθήκαμε στό πατρικό του τό καλοκαίρι. Τούς φωτογράφησα χωρίς ἴχνος ὑποψίας τῆς μελλούσης αἰωνιότητας. Τέλεια. Πρίν τά Χριστούγεννα μπῆκε στήν ἐντατική. Πρίν ἀπό χρόνια ὁ Μιχάλης εἶχε ἁρρωστήσει καί οἱ γιατροί τόν εἴχανε ξεγράψει. Ὅμως αὐτός ζοῦσε, ἀνέλπιστα. Κάθε ἡμέρα ζωῆς του τήν θεωροῦσε εὐλογία καί δωρεά, εὐχαριστημένος ὑπερβολικά πού κατήργησε τόν προδιαγεγραμμένο θάνατο τῶν θεραπόντων, μοῦ εἶπε ἕνας κοινός φίλος γιατρός, δοξάζοντας  τόν Ὕψιστο ἐκ καρδίας  συνεχῶς γιά τό μεγάλο του ἔλεος. Προχθές ἐκοιμήθη. 
Θά κυτάζω πάντα τήν ἄδεια καρέκλα του στήν κάτω Παναγία ἕως νά ξανασμίξωμε ἕνα ἄλλο καλοκαίρι, μέ τόν Μιχάλη, ἕναν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, πού ἀξιώθηκα φίλο. Αἰωνία του ἡ μνήμη.





Κοσμικά Συναξάρια... Τῆς Στελιανῆς... Ἡ Παναγία γατέχει.






Μεγάλωσα στό σπίτι τους στό χωριό. Κεντᾶ δαντέλες μέ σταυρούς καί στολίδια. Ἐχθές κουβεντιάζαμε στό πόρτεγο τοῦ σπιτιοῦ της, ἀπαράλλαχτα ἴδιο ὅπως τό ἔκτισε ὁ τριπάππους της,  καί τήν ρωτοῦσα γιά τά κεντήματά της. Πόσες δαντέλες ἔχεις πλέξει Στελιανή ; Ἡ Παναγία γατέχει, μοῦ ἀπάντησε. Ἐξέλαβα τήν ἀπάντηση ὡς λεκτικό της ἰδίωμα καί συνεχίσαμε τή συνομιλία. Τήν ξαναρώτησα, κι ἐκείνη πάλι ἀπάντησε· Ὁ Χριστός ξέρει, θαρρεῖς κι ἔκρυβε κάτι μέ τήν ἀπάντησή της. Συνεχίζοντας εἶπε γιά τόν ἀντρα της... Μετά πού πέθανε ὁ Περικλῆς ἤρθανε θεριά στό σπίτι μου. Τότες κατάλαβα πώς ἔλλειψε ἀπό τό σπίτι της, κάποιος μπῆκε, ἄνοιξε τήν κασέλα καί τῆς ἔκλεψε ὁλόκληρη τήν τσάντα μέ ὅλα της τά πλεχτά. Ἀλήθεια εἶναι. Δέν μέ πειράζει, ὅμως ἐδά δέν ἔχουνε τίς ἴδιες κλωστές. Αὐτό τήν ἐνόχλησε μόνο.  Τή θαύμασα, γιατί τό πρόσωπό της ἤτανε ἤρεμο καθώς μιλοῦσε γιά τόν κλεμμένο κόπο της, ἡ Στελιανή τοῦ Παγκράτη.  
Δόξα σοι ὁ Θεός.






Μικρό συναξάρι τῷ κοιμηθέντι Γέροντι Ἰωαννικίῳ Ἀνδρουλάκῃ (1924- ἁγ. Νικολάου 2017)





Πλήρης ἡμερῶν ἀνέπτη πρός τόν πόλον
Γέρων πολιός κόμῃ τε καί φρονήσει
ὁ Ἰωαννίκιος ἐν Βαχῷ Βιάννου,
ἁπλοῦς, ταπεινός, θεόφρων τε καί σώφρων,
θεοσεβής βοηθός τε τῶν πασχόντων,
πλήρης ἀγάπης καί ἐλεημοσύνης,
Ἀνανίαν Ὅσιον ὁ ἀναδείξας.



                     Δημήτριος παπα-'Εμμανουήλ Δασκαλάκης










Κοσμικά Συναξάρια. Ὁ Νικόλης τοῦ Μιλάκο, ὁ τσαγκάρης.







Ὁ Νικόλης τοῦ Μιλάκο ὁ τσαγκάρης εἶναι ἑννενήντα πέντε χρονῶν. Φτιάχνει ἀκόμα μερακλίδικα στιβάνια, παπούτσια μέ καλαπόδι καί ἀξαμάρι καί μεραμετίζει τά τρυπημένα τῶν χωριανῶν μας. Προσέχει τή γυναίκα του τή θειά μου τήν Εἰρήνη, Ἐρήνη πῆρε μά πόλεμο βρῆκε λέει χαριτολογώντας, ὁδηγεῖ σκαφτικό, εἶναι ψάλτης καί διαβάζει τήν Ἁγία Γραφή ὅποτε κουραστεῖ ἤ τύχει νά μήν ἔχει δουλειά. Στά νειάτα του ξακουστός μερακλῆς. Περνῶ ἀπό τό τσαγκαριό καί λέω του κάθε φορά· Μπάρμα, πές μου κάτι. Κι ἐκεῖνος μοῦ λέει ἱστορίες καί παραμύθια καί μαντινάδες καί σοφίες κι ὅλη του τή ζωή. Καί σά φεύγω μοῦ δίνει τήν εὐχή του. Προχθές μοῦ ἀφηγήθηκε ἐτούτη. Τήν μαγνητοφώνησα καί τήν μεταφέρω ἐπακριβῶς.
  
Ἕνα καιρό κάποιος ἤθελε νά γίνει εύτυχής. Καί πῆγε στίς μοιράρηδες καί εἶπε ΄νε· ἴντα δά κάνω μπρέ νά γενῶ εὐτυχής ; Λέει· πήνε νά βρεῖς ἕνα εὐτυχή ἄνθρωπο νά σοῦ δόσει ἕνα πουκάμισο νά τό βάλεις νά γενεῖς κι ἐσύ εὐτυχής. Ὁ ἄνθρωπος ἐσκέφτηκε ὅτι ἐκείνα τή ἐποχή ὁ πιό πλοῦσος βασιλιάς  τοῦ κόσμου ἤτανε στήν Ἀγγλία. Λέει· ἐγώ δά πάω νά τοῦ ζητήξω νά μοῦ δόσει κι ἐμένα ἕνα ποκάμισο νά τό βάλω. Ἐπῆε  λοιπόν, τόν ἤπιασε, λέει ἔτσι κι ἔτσι, ξέρω ὅτι εἶσαι ὁ εὐτυχέστερος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου καί ἤρθα νά μοῦ δόσεις ἕνα ποκἀμισο ἀπό τά δικά σου νά εὐτυχίσω κι ἐγώ. Λέει του· ε, κακομοίρη μου ἐγώ ΄μαι ὁ πιό δυστυχής τοῦ κόσμου. Λέει, γιάντα; Καί λέει του· γιά νά κάθομαοι ἐπαέ πού κάθομαι ἐσκότωσα τόν ἀδερφό μου. Λοιπόν ἐσκώθηκε ὁ ἄνθρωπος κι ἐμίσεψε. Κι ἐπέρασε ἀπόνα μέρος κι εἴχανε γλέντια μυστήρια, ἕνα τ' ἄλλο, καί θωρεῖ μιά κοπέλλα καί χόρευγε κι εἴπε ΄νε·  κεράσετέ τη τή μυστήρια. Καί λέει·  ἐτούτη ΄νιά ΄ναι κι εὐτυχισμένη. Καί σιμώνει κοντά καί τῆς λέει· Κοπέλα μου θωρῶ πώς εἶσαι εὐτυχισμένη. Νά μοῦ δόσεις θές κι ἐμένα ἕνα ποκάμισό σου νά γενῶ κι ἐγώ εὐτυχής. Λέει του· παιδί μου ἐγώ ΄μαι ἡ πιό δυστυχισμένη τοῦ κόσμου. Λέει της, γιάντα; Λέει του· θωρεῖς ἐκιονά πού κάθεται ἐκειέ  χάμε; ἐκειόνα  θέλω μ' αὐτός δέν μέ θέλει. Λοιπόν φεύγει κι ἀπό ΄κεῖ,  λέει, δέν βρίσκω εὐτυχία.  Ἤρχουνταί ΄νε  λοιπόν ἐπάνω καί θωρεῖ ἕνα βοσκό καί κάθουνταί ΄νε κι εἶχε καμμιά δεκαρά πρόβατα κι ἤπαιζε ἕνα θιαμπόλι καί τραγούδιε ΄ναι. Λέει· ἐτοῦτός ΄σᾶς εἶναι εὐτυχής. Καί σιμώνει κοντά καί τοῦ λέει· Κουμπάρε, εἶσαι ὁ πιό  εὐτυχής τοῦ κόσμου. Λέει του· ναί παιδί μου, ἐγώ εἶμαι ὁ πιό εὐτυχής τοῦ κόσμου μέ τά προβατάκια μου ἐπαδέ, μέ τά τραγούδια μου. Λέει· νά μοῦ δόσεις κι ἐμένα ἕνα πουκάμισό σου νά τό βάλω νά εὐτυχίσω. Λέει· ντά δέν ἔχω παιδί μου μόνο ἐτοῦτονά πού φορῶ. Ἀκοῦς ἐδά, κι ἔτσι εὐτυχία δέν ὑπάρχει. (μικρή σιωπή καί συνεχίζει) 
Ἡ εὐτυχία κι ἡ χαρά δέν εἶναι κομπολόι
καθένας ἔχει στήν καρδιά κάτι καί τόνε τρώει
Θά τό φωνιάξω δυνατά ὁ κόσμος νά τό μάθει
πώς δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος χωρίς καϋμούς καί πάθη
Οὗτος ὁ κόσμος εἶναι βαθύς, κιανείς δέν τόνε βγάνει
κι ὅποιος τά ντρέτα προπατεῖ κερδίζει μά δέν χάνει.





Κοσμικά Συαναξάρια. Τῆς Στελιανής τοῦ Παγκράτη...







Ὁ λόγος τῆς Στελιανῆς δέν ἔχει  καθόλου "ἐγώ".
Μηδέ ἄποψη δική της ἔχει. 
Σά θέλει νά μιλήσει λόγους παλαιϊνῶν ἐκστομεῖ.
Σέ βεγγέρα στό σταυρί (τόπος συνάντησης τῶν γειτόνων) 
κουβεντιάζαμε γι΄ ἀρρώστιες καί βάσανα.  
Ὡς σιωπήσαμε τήν ἀκούσαμε νά λέει· 
"Ὁ κύρης μου ἤλεγε· ὁ καθανείς μας κουβαλεῖ 
τόν θάνατο στή τσέπη του".
 Τίποτα  ἄλλο. 
Ἐτούτο τόν λόγο ἄκουσε 
κι ἤτανε ἀληθινος κι ἐτοῦτον λέει.

Ὁ προπάππους της ἤτανε παπᾶς 
κι ἔδιωξε τίς "ἀγγρίδες" (ἀκρίδες) 
μέ τό σταυρό στό χέρι καί πέσανε στή θάλασσα 
κι ἐλευθερώθηκε τό χωριό ἀπό δαῦτες.

Δόξα σοι ὁ Θεός






Κοσμικά Συναξάρια. Τό Μαρινιώ τοῦ Λεωνίδι...









Κάθε Σάββατο τό Μαρινιώ στό σπερνό θυμιάζει. 
Καί μαζί μέ τούς ἁγίους λιβανίζει καί τούς ἀρχαίους
πού ὁ γιός της ὁ Γιάννης ἔχει ζωγραφίσει 
κι εἶναι κρεμασμένοι στούς τοίχους τοῦ καφενείου τους.
-Μάνα, τῆς λέει, ἐτοῦτοι δέν ἤτανε χριστιανοί...
-Δέν πειράζει παιδί μου κι αὐτοί ψυχή ἔχουνε.
Ὡς ἄλλη ἱέρεια, μοῦ ἐλεγε ὁ φίλος μου.




Τά μωρά τοῦ κόσμου ἐξελέξατο....





Εἰς ὀσμήν μύρου σου ἔδραμον, Χριστέ ὁ Θεός, 
ὅτι τέτρωμαι τῆς σῆς ἀγάπης ἐγώ, 
μή χωρίσης με, Νυμφίε ἐπουράνιε.


Δόξαστ. ἐσπερινοῦ ἁγ. Παρασκευῆς